Όταν είσαι γονιός, αυτή σου η ιδιότητα υπερκαλύπτει όλες τις άλλες. Μπορεί αν είσαι τυχερός/ή να έχεις 1-2 ώρες την ημέρα για τον εαυτό σου, αλλά κατά τ’ άλλα, το μυαλό σου είναι πάντα εκεί, στην οικογένεια. Τι θα φάνε τα παιδιά, τι θα φορέσουν, τι θα σου πετάξουν στο κεφάλι όταν απαγορεύσεις να δουν δεύτερη ταινία κινουμένων σχεδίων στα καπάκια, πότε θα κάνετε το αντιγριπικό τώρα που αρχίζουν οι ιώσεις κλπ.
Αν δε είσαι ακόμα πιο τυχερός, μπορεί, κάθε που γίνονται εκλογές (ή Ολυμπιακοί, you choose), ανά τετραετία δηλαδή, να κανονίζεις να πηγαίνεις κάπου με τον/την σύντροφό σου για 2-3 μέρες. Οι δυο σας. Χωρίς κουτσούβελα. Sounds good?
Για τον Νίκο κι εμένα αυτό το όνειρο έγινε πραγματικότητα το τριήμερο που μας πέρασε. Τα βράδια που είχαν προηγηθεί τα περάσαμε ψιθυρίζοντας συνωμοτικά, καταστρώνοντας σχέδια και λέγοντας καληνύχτα με ένα “Μακάρι να τα καταφέρουμε τελικά”. Δωμάτιο μέχρι τελευταία στιγμή αρνιόμασταν να κλείσουμε. Κι αν δεν καθόταν; Σε κανέναν δεν τολμούσαμε να το πούμε για να μην το γρουσουζέψουμε. Μόνο στους δικούς μου, για να κρατήσουν τον Ορφέα.
– Που θα πάτε; ρώτησαν όταν τους το ζητήσαμε.
– Δεν ξέρουμε ακόμα, ήταν η δική μας απάντηση.
Και όντως, δεν είχαμε ιδέα. Μόνο ότι θα κατευθυνόμασταν προς Πελοπόννησο.
Την Παρασκευή το μεσημέρι τελικά έκλεισα ένα δωμάτιο που βρήκα μέσω Booking, το ίδιο βράδυ πακετάραμε δυο τσάντες, μια για τα δικά μας πράγματα, μια για τα πράγματα του Ορφέα και το επόμενο πρωί ξεκινήσαμε, αφήνοντας πρώτα τον μικρό στους δικούς μου και αποχαιρετώντας ύστερα την Αθήνα.
Κατευθυνόμασταν στο Βαλτεσινίκο της Ορεινής Αρκαδίας, ένα χωριό χτισμένο σε υψόμετρο 1.180 μέτρων, μέσα στην ηρεμία των ελάτων, κάπου μεταξύ Βυτίνας και Δημητσάνας, των πιο famous δηλαδή προορισμών της Γορτυνίας. Η διάρκεια της διαδρομής από Αθήνα είναι περίπου 2,5 ώρες, που, στην περίπτωσή μας πέρασαν σχετικά εύκολα, γιατί αφενός ο καιρός ήταν καλός, αφετέρου η όρεξη περίσσευε. Όσο πλησιάζαμε βέβαια, τόσο πιο σκοτεινός γινόταν ο ουρανός, τόσο πιο δροσιά έμπαζε το μισάνοιχτο παράθυρο. Από το σπίτι είχαμε ξεκινήσει με καλοκαιρινά και 23oC για να καταλήξουμε στην ψιχάλα των 14oC του Βαλτεσινίκου.
Φτάνοντας στον ξενώνα που είχαμε κάνει κράτηση, εντυπωσιαστήκαμε αρχικά με το εξωτερικό του και αργότερα με το δωμάτιο μας και τη θέα από αυτό. Η πέτρα παντού κυριαρχούσα, μέσα κι έξω, δικαιολογεί απόλυτα την ονομασία του. “Πέτρινος Πύργος” όνομα και πράγμα.
Αφού χαλαρώσαμε λίγο στο δωμάτιο είπαμε να κάνουμε μια βόλτα στο χωριό και να φάμε κάτι μιας και είχε απογευματιάσει πια και έκανε αρκετή πείνα. Είχαμε τη φαεινή ιδέα να χωθούμε με τ’ αμάξι στα στενά του χωριού, τα οποία ήταν αυτό ακριβώς: στενά. Το ανέκδοτο “Που πας ρε Καραμήτρο!”, το ξέρεις; Ε, αυτό.
Κατόπιν κάτσαμε σε μια από τις δύο ταβέρνες του χωριού. Η μία, ο “Βασιλικός”, έχει καλό φαγητό που το εμπιστεύονται και οι ντόπιοι, η άλλη, “Η Κληματαριά“, όχι και τόσο. Εφόσον δεν προνοήσαμε να συγκεντρώσουμε από πριν πληροφορίες, μάντεψε σε ποια κάτσαμε. Μπράβο σου, μάντεψες σωστά! Όχι όπως εμείς…
Το φαγητό ήταν λύσσα. Εγώ παρήγγειλα αρνάκι με πατάτες στο φούρνο και να φανταστείς δεν έφαγα ούτε τις πατάτες. I mean, ποιός, στην ιστορία των τσιμπουσίων ανά τους αιώνες, έχει αφήσει ποτέ πατάτες φούρνου αφάγωτες; Ο Νίκος με το κοκκινιστό στάθηκε κάαααπως πιο τυχερός, αν και είχε κι αυτό γενναίες ποσότητες αλατιού στη σάλτσα.
Μετά το γρήγορο πέρασμα από την Κληματαριά ήπιαμε έναν γρήγορο καφέ στις “Μέλισσες”, ένα μικρό συμπαθητικό καφέ σε αμφιθεατρικό σημείο και πήγαμε τρέχοντας στο δωμάτιο να ανάψουμε τζάκι να ζεσταθούμε. Σε σχέση με τους κατοίκους του χωριού που φαινόντουσαν να αντέχουν την απότομη αλλαγή της θερμοκρασίας και να κυκλοφορούν με ελαφριές ζακέτες, εμείς νιώθαμε ολίγον τι…. Φλούφληδες να το πω; Το λέω.
Την επόμενη μέρα τα στομάχια μας αποζημιώθηκαν και με το παραπάνω. Η διαχειρίστρια του ξενώνα, η Γκόλφω, που μόλις καταφέρεις και αποδιώξεις τους βουκολικούς συνειρμούς απ’ το μυαλό θα δεις ότι έχεις να κάνεις με ένα γλυκύτατο, σπάνιο πλάσμα, μας ετοίμασε ένα υπέροχο πρωινό.
Κουλουράκια, τριών ειδών κέικ, πορτοκαλιού, μελιού και σοκολάτας και ένα ακόμα αλμυρό με τυρί, όλα φτιαγμένα απ’ τα χεράκια της. Μετά μας φρυγάνισε φέτες καρβελιού, στο οποίο ρίξαμε πάνω μέλι ντόπιο, ένα μείγμα μελιού από έλατο και ανθόμελου, με υπνωτιστικό ξανθό χρώμα και γεμάτη υφή στο στόμα.
Εγώ λέω το συγκεκριμένο μέλι περλέ και ο Νίκος γελάει. Μα, κοίτα τα νερά που κάνει μέσα και πες μου, δεν έχω δίκιο;
Λες και μ’ αυτά δεν θα μέναμε ευχαριστημένοι, μας ετοίμασε τσάκα τσάκα μια περιποιημένη ομελέτα με πράσινη πιπεριά, λουκανικάκι και τριμμένη ξερή μυζήθρα της περιοχής, να θες να φας και το πιάτο.
Α, έστυψε και ένα κάρο πορτοκάλια επί τόπου γιατί της είπα ότι τρελαίνομαι για χυμό πορτοκαλιού.
Μαρμελάδες, αυγά βραστά και τοστ που πρότεινε να μας κάνει, τα σνομπάραμε. Είχαμε σκάσει. Τέτοιο νόστιμο πρωινό, με αγνά, φρέσκα υλικά, ούτε σε πεντάστερο.
Όταν πήγε λίγο κάτω όλο αυτό που κατεβάσαμε λες και δεν υπήρχε αύριο, ξεκινήσαμε για τη Δημητσάνα και το Υπαίθριο Μουσείο Υδροκίνησης λίγο πιο έξω.
Εκεί χαζέψαμε τη Νεροτριβή, όπου στο παρελθόν επεξεργαζόντουσαν και έπλεναν τα μάλλινα υφαντά, είδαμε το Νερόμυλο, που αλέθονταν τα σιτηρά, επισκεφτήκαμε τον Μπαρουτόμυλο, που προμήθευσε με μπαρούτι την Επανάσταση του ’21 και περιηγηθήκαμε στο Βυρσοδεψείο, στο οποίο γινόταν η επεξεργασία των δερμάτων.
Κατηφορίσαμε, παίρνοντας το μονοπάτι που οδηγεί στο Φαράγγι του Λούσιου, αλλά γρήγορα αποθαρρυνθήκαμε και γυρίσαμε πίσω μιας και απ’ ότι μάθαμε ήθελε 1-1,5 ώρα πεζοπορία για να φτάσουμε. Είπαμε, φλούφληδες.
Όταν μπήκαμε στη Δημητσάνα ήταν νωρίς το απόγευμα. Κάναμε μια βόλτα στα στενά του χωριού, με τα πόδια αυτή τη φορά (…), συναντήσαμε έναν γλυκύτατο γεράκο που μας μίλησε λίγο για την ιστορία του χωριού και τα ιστορικά του μνημεία και κάτσαμε για φαγητό “Στο Κιούπι”. Ευτυχώς, εκεί το φαγητό ήταν πολύ καλό και όχι λύσσα!
Κατόπιν κάτσαμε για πορτοκαλόπιτα στο “Άρωμα Πλατείας” και φύγαμε όταν πια είχε σκοτεινιάσει για τα καλά.
Η επόμενη μέρα είχε άλλο ένα εξαίσιο πρωινό φτιαγμένο απ’ τα χεράκια της Γκόλφως, πακετάρισμα και περιήγηση στη Βυτίνα. Πριν φύγουμε όμως φρόντισα να πάρω έναν κατεψυγμένο ντόπιο κόκορα απ’ το μίνι μάρκετ του χωριού, που ανήκει σ’ αυτούς που έχουν την ταβέρνα “Βασιλικός”. Ανυπομονώ να τον μαγειρέψω!
Η Δευτέρα στη Βυτίνα κύλησε αργά και πολύ, μα πολύ ήρεμα. Όσοι είχαν έρθει για Σαββατοκύριακο είχαν μαζέψει από την προηγούμενη μπογαλάκια και είχαν φύγει. Έτσι κι εμείς, αφού αγοράσαμε ντόπιο τραχανά, κριθαράκι και παξιμάδι, κάτσαμε για μια γρήγορη τραχανόσουπα και φέτα ψητή με μπούκοβο στα “Κόκκινα Πιθάρια” κι ύστερα πήραμε, κλαψ, το δρόμο του γυρισμού, σνιφ σνιφ.
Αν θα έπρεπε να βαθμολογήσω την εξόρμηση μας στην Ορεινή Αρκαδία, θα έβαζα:
- Για Διαμονή -> 9/10
Ο “Πέτρινος Πύργος” ήταν υπέροχος. Καλαίσθητα, ευρύχωρα δωμάτια, το δικό μας με μπαλκονάκι και θέα. Όλα τα δωμάτια, εκτός ίσως από ένα, διαθέτουν τζάκι και ξύλα που αν σωθούν ζητάς απ’ τη γλυκύτατη Γκόλφω να σου δώσει μερικά ακόμα. Ο λόγος που έβαλα 9 και όχι 10 είναι γιατί το πρώτο βράδυ συναντήσαμε κάποιες αναποδιές με το καλοριφέρ που ήθελε εξαερισμό. Όταν όμως μιλήσαμε με την Γκόλφω το επόμενο πρωί, εκείνη αμέσως φρόντισε να είναι όλα τέλεια μέσα σε λίγη ώρα. Γενικά, η σχέση ποιότητας-τιμής ήταν άριστη, με το δωμάτιο να κοστίζει κάτω από 60€ γι’ αυτήν την περίοδο. Αν δεν θες λοιπόν να πληρώσεις τις επιπλέον τιμές της Δημητσάνας, της Βυτίνας, της Στεμνίτσας, το Βαλτεσινίκο αποτελεί ιδανική λύση για διαμονή.
- Για Φαγητό -> 8/10
Με highlight φυσικά τα πρωινά της Γκόλφως (αν ανοίξει μαγαζί με αυτό το όνομα θα της ζητήσω ποσοστά, είναι πιασάρικο…). Τις τραχανόσουπες επίσης σε όλα τα χωριά τριγύρω. Βέβαια, αν κάποιος θέλει κρέας, έχει πληθώρα κι από δαύτο. Από κουνέλι μέχρι γίδα βραστή και από ελάφι μέχρι μπιφτέκια αγριογούρουνου. Αν φροντίσεις να ενημερωθείς και εγκαίρως για τα μαγαζιά που αξίζουν, δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς.
- Για Διασκέδαση -> 5/10
Πηγαίνοντας σε τέτοια μέρη, κάποιος θα ήταν τουλάχιστον αφελής αν περίμενε να κάνει όσα θα έκανε στην Αθήνα ή σε άλλες μεγαλουπόλεις. Έτσι, το πιο σκληροπυρηνικό που είδαμε στις περιηγήσεις μας ήταν ένα wine bar στη Δημητσάνα, το “Κάτω από το ρολόι”. Κατά βάση, για τον Νίκο κι εμένα αυτό το ήρεμο σκηνικό είναι το ιδανικό. Το πεντάρι λοιπόν εν μέρει μπήκε όχι γιατί είμαι party animal και στερήθηκα το clubbing, αλλά γιατί θα ήθελα να νιώθω πως έχω κάνα-δυο επιλογές παραπάνω για ποτό.
Το βασικότερο όμως, αυτό που μας ενόχλησε ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ, ήταν ότι δεν υπήρχε καμία πρόβλεψη για μη καπνιστές, ούτε στο φαγητό ούτε στα café που καθίσαμε. Καπνιστές και μη καπνιστές καθόντουσαν μαζί στον ίδιο χώρο. Οι μαγαζάτορες ενεργούσαν σύμφωνα με το που φυσάει ο άνεμος, ήτοι “η μεγάλη παρέα με τις 4 ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΕΣ (kids included που λέμε) που μπήκε τώρα, καπνίζει, άρα σήμερα το μαγαζί θα είναι για καπνιστές, οι υπόλοιποι ας κάνουν όπως κρίνουν” (λόγια μαγαζάτορα αυτά). Και αν τώρα, που ήμασταν solo, μας ενόχλησε, δεν ξέρω πως θα αντιδρούσαμε αν ήμασταν με το παιδί και ντουμάνιαζε το σύμπαν δίπλα μας.
Εν κατακλείδι, και αν εξαιρέσεις αυτό το τελευταίο, περάσαμε φανταστικά, και γιατί οι συνθήκες ήταν καλές και γιατί το χρειαζόμασταν τόσο, άρα ρουφούσαμε με ζέση την κάθε στιγμή. Γνωρίσαμε αξιόλογους ανθρώπους, γευτήκαμε όμορφα φαγητά, ξεκουράσαμε το βλέμμα και τ’ αυτιά μας, νιώσαμε ξανά σαν “ο Νίκος και η Ηλέκτρα”, αφήνοντας πίσω για λίγο το γονεϊκό ρόλο και την καθημερινότητα της δουλειάς.
Άντε, μετά από 4 χρόνια πάλι…
😛
Καλό ΠΣΚ!
3 Comments
[…] είναι να κλείσεις επειγόντως 2μερο-3μερο αστραπή στην Ορεινή Αρκαδία ή σε κάποιον άλλο χειμερινό προορισμό, που […]
Είναι ωραία η ορεινή αρκαδία! Είχα πάει Χριστούγεννα -προ μικρής- και ήταν ό,τι χρειαζόμουν για αποτοξίνωση.. ναι, στο θέμα της βραδινής εξόδου χωλαίνει αλλά οκ, τι να κάνουμε! πάντως δεν χρειάζεται να περάσουν άλλα 4 χρόνια για να πάτε κάπου οι δυο σας ε??? 🙂
Ααααχ, αυτό λέω κι εγώ βρε Δάφνη μου! Δεν χρειάζεται!
Μακάρι να τα καταφέρουμε και πιο σύντομα. Κι εσείς το ίδιο! 😉