Όπως λέω εδώ, ένας απ’ τους λόγους που έφτιαξα αυτό το blog ήταν για να μοιράζομαι σκέψεις, συναισθήματα και εικόνες.
Όταν όμως έφτασε η ώρα να γράψω το πρώτο μου post μετά την αποχή του Αυγούστου, κόλλησα. Δεν είχα ιδέα πώς να ξεκινήσω, σε τι να αναφερθώ, σε τι να μην αναφερθώ. Βλέπεις, δεν ήταν ένας συνηθισμένος Αύγουστος αυτός που πέρασε για μένα και την οικογένειά μου. Δεν ήταν ο «τ’ αφήνω όλα πίσω μου, πακετάρω και φεύγω για τις ανέμελες αυγουστιάτικες διακοπές στο νησί» τυπικός Αύγουστος.
Όσο πιο πολύ σκεφτόμουν τι να γράψω, τόσο πιο πολύ ένιωθα το κεφάλι μου να αδειάζει από αρχές, μέσες και τέλη.
Αποφάσισα τελικά να ακολουθήσω απλώς το ένστικτό μου και να γράψω γι’ αυτά που συνέβησαν με συναισθηματική ειλικρίνεια.
Οι αρχές λοιπόν του προηγούμενου μήνα με βρήκαν να τρέχω πανικόβλητη. Σπίτι, δουλειά, μετά να πηγαίνω να παίρνω τον Ορφέα από το camp που κατάφερα ως δια μαγείας να βρω ανοιχτό τον Αύγουστο και να κάνω 2ωρο ταξίδι επιστροφής στο σπίτι, εν μέσω υψηλών θερμοκρασιών και στριμωξιδίου στα τρόλεϊ, τα μετρό και τα λεωφορεία.
Κάπου μέσα σε όλο αυτό λαμβάνω ένα τηλεφώνημα, από αυτά τα περίεργα, που πάντα φοβάσαι ότι μπορεί να σκάσουν ανά πάσα στιγμή από μια ηλικία και μετά, παρ’ όλα αυτά σε κάνουν να μαρμαρώνεις όπως και να’ χει όταν τελικά έρχονται. Ο πατέρας μου ήταν στο νοσοκομείο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν η γυναίκα του, η οποία με συγκεχυμένες πληροφορίες, προσπαθούσε να μου δώσει να καταλάβω. Κάτι από ζαλίστηκε, έπεσε, έχει λοίμωξη, δεν αναπνέει καλά, όλα ανακατεμένα, μαζί και το στομάχι.
Σημείωση: οι γονείς μου, χωρισμένοι όταν εγώ ήμουν ακόμα σε μικρή ηλικία, είχαν και οι δύο στην πορεία ξαναπαντρευτεί.
Εκείνη τη μέρα έφυγα απ’ τη δουλειά, πήρα τον Ορφέα απ’ το camp, τον άφησα με τη μητέρα μου στο πατρικό και μετά, με τον Νίκο μαζί, που είχε εντωμεταξύ σχολάσει, πήγαμε στο νοσοκομείο.
Η πρώτη εικόνα που αντικρύσαμε δεν ήταν καλή. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, με τα μάτια κλειστά, δε φάνηκε αρχικά να αντιλαμβάνεται την παρουσία καινούργιων ανθρώπων γύρω του, ούτε μπορούσε να αρθρώσει λόγο κατανοητό. Προς το τέλος όμως της επίσκεψης, τα πράγματα έδειξαν να βελτιώνονται. Μιλούσε κάπως καλύτερα, γέλασε λιγάκι, μέχρι που λίγο πριν φύγουμε έπιασε να τραγουδάει με τη γυναίκα του.
Με τον Νίκο φύγαμε απ’ το νοσοκομείο πιο αισιόδοξοι απ’ ότι όταν είχαμε πρωτοπάει.
Τις επόμενες μέρες όμως η εξέλιξη της υγείας του επιδεινώθηκε ραγδαία. Δύο μέρες μετά από την πρώτη μου επίσκεψη στο νοσοκομείο ενημερώθηκα από τη γιατρό που τον κούραρε ότι τα πράγματα δεν ήταν καλά, είχαν αναγκαστεί να τον διασωληνώσουν και έψαχναν πλέον κρεββάτι εντατικής, καθώς χρειαζόταν άμεση και αποκλειστική φροντίδα. Ο πυρετός δεν έλεγε να πέσει, η λοίμωξη δεν υποχωρούσε, το οξυγόνο που του παρείχαν δεν αρκούσε για τον καταπονημένο του οργανισμό.
Σάββατο πρωί, ξυπνάμε με τον Νίκο σ’ ένα σπίτι δίχως παιδικές φωνές, καθώς είχαμε αφήσει από την προηγούμενη τον μικρό να κοιμηθεί στης μητέρας μου για να μπορούμε να πάμε εμείς κατευθείαν στο νοσοκομείο. Ήταν η πρώτη μέρα της άδειάς μας. Πάνω λοιπόν που ετοιμαζόμασταν να φύγουμε, μας παίρνει τηλέφωνο η γυναίκα του πατέρα μου.
Δεν τα είχε καταφέρει τελικά…
Σοκ. Αίσθηση κενού και ματαιότητας. Ανάμεικτα συναισθήματα εν γένει.
Δεν ήμασταν ποτέ πολύ δεμένοι, δεν είχαμε πολύ συχνή επικοινωνία, δε νιώθω καν πως είχαμε ιδιαίτερα πολλά κοινά σαν άνθρωποι. Για να είμαι ειλικρινής, πιστεύω πως περισσότερα ήταν αυτά που μας χώριζαν παρά αυτά που μας ένωναν.
Το να φεύγει όμως από τη ζωή ο άνθρωπος που σου έδωσε ζωή, και δη τόσο αναπάντεχα και γρήγορα, είναι συνταραχτικό.
Αν έχεις περάσει δε έναν κουραστικό και ψυχοφθόρο χειμώνα, ακολουθούμενο από ένα εξίσου ζόρικο καλοκαίρι, όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, λυγίζεις, χάνεις ελπίδα, αρχίζεις να δίνεις σκούρες αποχρώσεις στα όνειρά σου.
Και το παιδί; Τι χρωστάει ένα παιδί να ζει μέσα σ’ αυτό;
Τίποτα. Τα δικά του όνειρα δεν έχεις ποτέ δικαίωμα να τα σκουρύνεις. Γι’ αυτό και προσπαθείς να συνεφέρεις τον εαυτό σου για να είναι καλά κι εκείνο.
Στα πλαίσια αυτού, η ζωή συνεχίστηκε. Και μπάνια κάναμε, και παιχνίδια παίξαμε, και φίλους είδαμε, και βόλτες βγήκαμε, όλα φυσιολογικά. Στην Αθήνα βέβαια, δεν βγήκαμε εκτός πόλης, αλλά όλα φυσιολογικά.
Μια μέρα λοιπόν που κυνηγιόμασταν και μπουγελωνόμασταν σε μια παραλία της Αττικής, μπανίζει ο Ορφέας έναν κύριο που ότι είχε ξεκινήσει να παίζει ρακέτες με το γιό του. Μας αφήνει λοιπόν εμάς σύξυλους να κολυμπάμε και πηγαίνει αποφασιστικά δίπλα του να του ζητήσει να παίξει. Ο κύριος, που δεν καταλάβαινε γρι ελληνικά καθ’ ότι Άγγλος, του απαντούσε στ’ αγγλικά, ο Ορφέας από την άλλη επέμενε στα ελληνικά, πετώντας που και που καμιά αγγλική λέξη που του ερχόταν ή καμιά ελληνική που την αγγλικοποιούσε (βλέπε “Raketes”). Κάπως έτσι πέρασε κάνα λεπτό, μέχρι να βγω εγώ και να κάνω τον διερμηνέα. Μετά από διαπραγματευτικές συνομιλίες κάποιας ώρας, στη διάρκεια της οποίας είχαν μαζευτεί και άλλοι από την παρέα τους και χαχάνιζαν με τα καμώματά του, ο Ορφέας έδωσε το πράσινο φως στον κύριο να παίξει λίγο με το γιο του (πολύ λίγο, μη φανταστείς). Ύστερα τον ανέλαβε εκείνος. Στην αρχή δεν μπορούσε καλά καλά να σηκώσει τη βαριά ρακέτα με τα μικρά του χέρια, επέμεινε όμως και συνέχισε. Όταν χόρτασε παιχνίδι, του πέταξε ένα “Έπαιξα, φτάνει τώρα. Thank you.” και ήρθε ξανά κοντά μας να κολυμπήσουμε.
Όταν τον πληροφόρησα ότι ο ευγενικός κύριος ήταν Άγγλος, τίναξε το κεφάλι πίσω με έκπληξη.
– Ουάου, σαν τους Beatles και τους Sex Pistols! Θα πάω να του το πω!
Προτού προλάβω να του απαντήσω το οτιδήποτε είχε φτάσει κοντά του και του τραγουδούσε “She loves you, yeah, yeah, yeah”. Λίγο αργότερα τον καλόπιασε κερνώντας τον αχλάδι κι έτσι τον έριξε να παίξουν κάνα δυο φορές ακόμη.
Όταν τελείωσε μαζί του, ο άνθρωπος τα είχε φτύσει. Δεν ξέρω αν θα ξαναπατήσει το πόδι του στη συγκεκριμένη παραλία. Ή στην Ελλάδα γενικότερα.
Τι είναι όμως αυτό το πράγμα με τα παιδιά που σε αφήνουν συνεχώς άφωνο; Που λένε καινούργιες λέξεις ή κάνουν καινούργια πράγματα και σ΄ έχουν στο «πήγαινε να δεις αν έρχομαι». Και βέβαια πάντα έρχονται. Θριαμβευτικά. Περήφανα. Με ύφος «μεγαλώνω μαμά, τώρα το πήρες χαμπάρι;». Ή με attitude «θα κάνω αυτό που γουστάρω!».
Έτσι κι ο Ορφέας. Μεγαλώνει. Και όσο μεγαλώνει τόσο πιο πολύ πατάει στα πόδια του και είναι πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Τόσο πιο πολύ ανοίγει. Σαν ηλιοτρόπιο κάτω από τον ήλιο. Όσο πάει αποκτά όλο και περισσότερη άνεση στις κοινωνικές συναναστροφές. Όχι μόνο με συνομήλικούς του, αλλά με όλο το φάσμα των ηλικιών.
– Σε ποιον έμοιασε το παιδί; είναι μια ερώτηση που ακούν συνέχεια οι γονείς.
Όντας πιο μαζεμένα πλάσματα ο Νίκος κι εγώ, συχνά αναρωτιόμαστε το ίδιο. Ο Ορφέας είναι ικανός να μπει σε χώρο με καινούργια άτομα και να τους έχει στα high five στο πεντάλεπτο. Κάνει τα πάντα για να είναι το κέντρο της προσοχής, τη στιγμή που εμείς πολλές φορές κρυβόμαστε πίσω απ’ τον ίσκιο μας. Ούτε κατά διάνοια δεν ήμασταν έτσι μικροί. Ούτε και τώρα δηλαδή.
Έχω μια θεωρία λοιπόν. Στην πραγματικότητα, δεν πήρε από μας. Έμοιασε σε ένα άτομο που σε όλη του τη ζωή ήταν η επιτομή της κοινωνικότητας, που διψούσε να είναι η χαρά της παρέας, το επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Που με τον τρόπο του έλεγε στον άλλον «κάνε πέρα, περνάω».
Δε λένε πως μπορεί να πηδήξει γενιά το γονίδιο; Ε, σε μας νομίζω αυτό είναι αυταπόδεικτο. Το παιδί έμοιασε στον παππού του που έφυγε αυτόν τον Αύγουστο.
Και που έτσι θα είναι για πάντα μαζί μας…
Καλό φθινόπωρο σε όλους!
🍁🍂🍃
4 Comments
Δύσκολο καλοκαίρι… και κοινότοπο αλλά η ζωή συνεχίζεται.. και ο Ορφέας είναι εκεί για να στο επιβεβαιώνει κάθε στιγμή!
(ελπίζω στην περίπτωση της δικιάς μου τα γονίδια να πηδήξουν μερικές γωνιές για να βρει έναν σούπερ κοινωνικό πρόγονο η μικρή! 🙂 )
Η ζωή συνεχίζεται Δάφνη μου, όπως τα λες…
Εύχομαι η μικρή σου να είναι όσο δημιουργική είναι η μαμά της! 😉
Λυπάμαι για την απώλειά σου αλλά πρέπει να σκεφτόμαστε κυνικά καμία φορά για να προχωρήσουμε στη ζωή. Έτσι είναι η ζωή, οι γονείς πρέπει να φεύγουν πριν από τα παιδιά τους και σε μεγάλη ηλικία. Όσο για τον γιο σου, σε καταλαβαίνω γιατί κι εμένα η κόρη μου έχει πάρει πολλά στοιχεία από τον πατέρα μου, κάποια πολύ καλά και κάποια που πάλευα μια ζωή να μη βρω ξανά μπροστά μου, όπως η κυκλοθυμία. Τα γονίδια παίζουν τρελά παιχνίδια!
Αααχ, η ζωή και τα γονίδια παίζουν τρελά παιχνίδια Ηρώ, όντως!
Φιλιά πολλά! 😘